
● Αρχιτεκτονική, Δοκίμιο 2014
Δικτοπίες [Netopias]: Προαισθήματα παρελθόντων μελλόντων
Δοκίμιο της Εύας Παπαμαργαρίτη και της Βασιλικής-Μαρίας Πλαβού
Η άσκηση της αρχιτεκτονικής υπό τους περιορισμούς της κρίσης ανέδειξε την ανάγκη για επανεξέταση και επαναξιολόγηση ουτοπιών του παρελθόντος πριν από τη διακήρυξη των ουτοπικών σεναρίων του μέλλοντος. Οι τελευταίες τολμηρές διατυπώσεις απίθανης αρχιτεκτονικής πυροδοτήθηκαν από μια τεχνολογική ενόρμηση και τον τρόπο με τον οποίο αυτή η κατάκτηση επηρέασε τη φαντασία του ατόμου. Οι τεχνολογικές εξελίξεις ευνόησαν την παραγωγή νέων ουτοπικών σκέψεων, και νέοι επαγγελματίες του αρχιτεκτονικού κλάδου ενσωματώθηκαν σε αυτή τη μηχανή των ονείρων. Ανακαλώντας ξακουστά παραδείγματα της δεκαετίας του 1970, αναγνωρίζουμε ορισμένες τέτοιες απόπειρες. Οι λεγεώνες των μηχανικών αντιθέσεων της Archigram, με τους λεπτούς διασυνδεδεμένους σωλήνες να περνούν μέσα από σώματα, μηχανές και πόλεις, εγκαινίασαν ένα νέο, ζωηρό, συναρμολογημένο σώμα μέσω της συνδεσιμότητας. Ταυτόχρονα, κατά έναν μεταφυσικό τρόπο, το Superstudio παρείχε μια σειρά τεχνολογολατρικών εικονογραφήσεων που συνόδευαν αφηγήσεις μελλοντικής ζωής για μια επαναστατική κοινωνία που ξεφεύγει από το σημερινό καπιταλιστικό σύστημα και ξαναβρίσκει τον εαυτό της στην κριτική αυτής της πρώην κοινωνίας.1 Ένα τέτοιο εγχείρημα συνεπάγεται την απαραβίαστη συμμετοχή στον διάλογο της κοινότητας. Με το No-Stop City του Archizoom, βλέπουμε την εγκαινίαση μιας αρχιτεκτονικής πρακτικής όπου οι δομημένες μορφές διαταράσσονται έντονα προς όφελος της ανάπτυξης της δικτύωσης. Εδώ οι αρχιτέκτονες θα μπορούσαν να αψηφήσουν τους περιορισμούς των φυσικών ορίων και να λειτουργήσουν σε μια νέα δια-αστική συνθήκη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 άνοιξε ένας νέος ορίζοντας στον αρχιτεκτονικό λόγο: «Τα δίκτυα ήταν, πράγματι, ολοένα και πιο κρίσιμα».2 Οι αρχιτέκτονες, μαζί με επιστήμονες, σχεδιαστές και ερευνητές, έγιναν οι ανιχνευτές του ανερχόμενου, το επάγγελμα των οποίων ανατροφοδοτούσε το κοινωνικό πεδίο. Σήμερα, σχεδόν 40 χρόνια αργότερα, ενορχηστρώνουμε την καθημερινότητα και την κοινωνική μας ζωή μέσα από και μέσα σε δίκτυα, επιβεβαιώνοντας τη σπουδαιότητα του πυρήνα αυτών των οραμάτων του παρελθόντος.
Ανακαλώντας τον εξερευνητή του παρελθόντος που αναζητούσε την ιδεατή άγνωστη γη για να ζήσει και να καλλιεργήσει, τώρα συναντούμε τον σύγχρονο εξερευνητή που μετατοπίζει τα όρια της έρευνας από τον πεπερασμένο φυσικό χώρο στον νυδιάστατο ψηφιακό κόσμο: μετακινείται από τα βουνά, τις κοιλάδες και τα νησιά (κόσμος της επιφάνειας) στο πεδίο της οθόνης (κόσμος της διεπαφής). Δημιουργείται ένα διαφορετικό είδος τοπίου, το οποίο μπορεί να ιδωθεί μόνο μέσα από το πλαίσιο και την επιφάνεια της οθόνης που επιβάλλει τους δικούς της κανόνες αναπαράστασης και υπογραμμίζει μια κρίσιμη διαφοροποίηση ως προς το βάθος του πεδίου και τα χωρικά χαρακτηριστικά. Μετακινούμενοι από το φυσικό στο ψηφιακό, βιώνουμε μια σταδιακά αυξανόμενη απουσία εμποδίων ή χρονικών αποστάσεων· τα πάντα εγγράφονται στο μόνιτορ το οποίο παρατηρεί ο εξερευνητής της νέας εποχής. Αυτή η ξαφνική αναστροφή των ορίων και των αντιθέσεων, στην οποία αναφέρεται ο Βιριλιό, συνιστά ένα πολύ καθοριστικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης εποχής. Δεν αντιμετωπίζουμε ένα «εδώ» και «εκεί» αντιμετωπίζουμε μια απεριόριστη έκταση, την τοπολογία του άπλετου ηλεκτρονικού αιθέρα. Αυτό το ατελείωτο πλέγμα γίνεται τώρα ένα πεδίο δράσης, αναζήτησης και παρατήρησης που είναι άχρονο και αγνοεί την έννοια και τους περιορισμούς των αποστάσεων.
Ο κέρσορας και το πληκτρολόγιο γίνονται τα πρωταρχικά εργαλεία για την ανίχνευση και ανακάλυψη του διαρκώς εξελισσόμενου χαοτικού τοπίου που διασχίζει ο κυβερνοεξερευνητής, αντικαθιστώντας ταυτόχρονα τις σωματικές λειτουργίες και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσε ο εξερευνητής του παρελθόντος για να προσεγγίσει ανεξιχνίαστες περιοχές. Η επίσπευση του υπερυλικού τοπίου που έχει σημειωθεί τις τελευταίες δεκαετίες είναι μια μάλλον μοναχική διαδικασία που περιστρέφεται γύρω από τη στενή σχέση ατόμου και οθόνης, μεταθέτοντας την άσκηση και τη φύση της παρατήρησης και του στοχασμού σε ένα διαφορετικό είδος πλαισίου, ενισχύοντας την αντίληψη ότι στη διεπαφή της οθόνης όλα είναι πάντα εκεί, έτοιμα να ιδωθούν στην αμεσότητα μιας στιγμιαίας μετάδοσης.3
Παρά το γεγονός ότι η επίσπευση είναι μια διαδικασία ενικού αριθμού, η ίδια η κατασκευή του ψηφιακού τοπίου εδράζεται στο «πολλαπλό». Η απέραντη «δικτυοκράτεια» [Net.erittory] είναι ένα συνεχώς επεκτεινόμενο τοπίο δεδομένων, μέσα στο οποίο οι χρήστες ανακτούν, ταξινομούν και αποκαθιστούν αρχεία σε μια συνεχή πράξη κοινοχρησίας. Ο διαμοιρασμός έχει γίνει η θεμελιώδης χειρονομία κινητοποίησης μιας επιγραμμικής κοινότητας, συστήνοντας έτσι μια νέα πλευρά της συλλογικότητας. Η δυνατότητα να ανεβάζεις οποιαδήποτε «bits» γνώσης έχει υπερκεράσει εκδοτικούς πυρετούς του παρελθόντος και συρρικνώνει διαρκώς την ποσότητα των απρόσιτων πληροφοριών. Η ψηφιοποίηση του έντυπου υλικού προσφέρει μια μέθοδο οριοθέτησης μέσω λέξεων-κλειδιών και συναφών επιλογών των χρηστών. Οι υπερσύνδεσμοι είναι η κεντρομόλος δύναμη που συγκρατεί μαζί ετερογενείς πτυχές του ίδιου θέματος, με αποτέλεσμα τη γέννηση ιδιοσυγκρασιακών αστερισμών εννοιών που ανταγωνίζονται την αρχική υπόθεση. Οι χρήστες γίνονται «κατασκευαστές» μιας κοινόχρηστης εικονικής βιβλιοθήκης, όπου κάθε συνεισφορά ψηφιοποιημένης γνώσης (στις τέχνες, την επιστήμη, την ιστορία, την οικονομία, κλπ.) συμβάλλει στην ύφανση ενός οικουμενικού πολιτισμικού πάτσγουορκ. Οι εκδόσεις ανοικτής πρόσβασης όπως το Issuu και το Scribd, καθώς και οι υπηρεσίες ιστού όπως το delicious και το flickr, που ενισχύουν τον διεπιστημονικό διάλογο, ενδυναμώνουν και τη σύσταση δημόσιων κοινοτήτων. Αυτού του είδους οι αλληλεπιδράσεις επιτρέπουν επικαιροποιήσεις, διορθώσεις και διασταυρώσεις ερμηνειών των φαινομένων, ωφελώντας την «ερευνητική ομάδα» με πολλαπλούς τρόπους. Η πρόοδος συνοδευόταν ανέκαθεν από ανάσχεση της ανοιχτοσύνης, της αναθεωρημένης ανάδρασης για το κοινό καλό.
Η γνώση υποτίθεται ότι φτάνει στην ευρύτερη δυνατή διασπορά της με τη μορφή μιας βάσης δεδομένων ανοικτής πρόσβασης. Πρωτοβουλίες όπως τα Internet Archive Open Library και Creative Commons αποτελούν προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτοί οι «νέοι Αλεξανδρινοί»4 καθιερώνουν νέες μορφές συνεργασίας, οι οποίες αμφισβητούν τη γεωπολιτική εκτατικότητας μέσω της οπτικο-ηλεκτρονικής πανταχότητας του Διαδικτύου, διαμορφώνοντας έτσι ένα δυναμικό είδος συλλογικής νοημοσύνης.
Η «δημοκρατία» του μέσου ανταποκρίνεται στην πρωταρχική αξία κάθε ουτοπίας που επινοήθηκε ποτέ: τη συμπερίληψη όλων.5 Η έννοια μιας αναδυόμενης Δικτοπίας, η οποία με τα χρόνια αξιώνει όλο και πιο έντονα την οικουμενικότητά της, σταδιακά καθιερώνεται. Με κάθε νέο χρήστη, τα όρια της Δικτοπίας επεκτείνονται, ενεργοποιώντας μια σειρά εντολών στον Παγκόσμιο Ιστό και καθιστώντας την τηλε-δράση το hic et nunc της εποχής μας.
Οι διαδικτυακές πλατφόρμες υπογράμμισαν και ενίσχυσαν τη σημασία των αδύναμων δεσμών στην κοινωνική δικτύωση. Προσφυγές για κοινωνικά ζητήματα έκαναν πια τη διαφορά ακόμη και στο νομοθετικό επίπεδο. Τέτοιο παράδειγμα ήταν η νομοθετική πρωτοβουλία SOPA: η ραγδαία αυξανόμενη συμμετοχή «αδύναμων δεσμών» στη σχετική ηλεκτρονική προσφυγή κατόρθωσε να καθυστερήσει και εντέλει να ακυρώσει ένα νομοσχέδιο για την παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων, το οποίο έδινε πλήρη άδεια στις αρχές να εμποδίσουν την πρόσβαση σε ιστοσελίδες και ακόμη και να επιβάλουν ποινές φυλάκισης σε «εντοπισμένους» δράστες. Η λεπτή γραμμή ανάμεσα στα πνευματικά δικαιώματα και στις παραβιάσεις της ιδιωτικότητας είχε πια διαταραχθεί. Το σώμα των διαμαρτυριών που αναπτύχθηκαν άμεσα στο διαδίκτυο με σαφή βούληση και στόχο έδωσε μεγάλη μάχη, όχι μόνο για την αναστολή του κυβερνητικού παρεμβατισμού, αλλά και για την ελευθερία του λόγου, για την ελευθερία της σύνδεσης, για την πρόοδο. Ο διαδικτυακός ακτιβισμός υπερέχει των δυαδικών μηνυμάτων και ενεργοποιεί στον υλικό κόσμο ένα πολιτικό σώμα που υπερασπίζεται τα οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα.
«Η επανάσταση θα γίνει στο Τουίτερ», δήλωσε ο Andrew Sullivan βλέποντας τα θεαματικά αποτελέσματα που προκάλεσε στην Τεχεράνη ένα μήνυμα 140 χαρακτήρων. Πιο γρήγορα από κάθε άλλη φορά στο παρελθόν, οι άνθρωποι μπορούσαν πια να ενημερώνονται και να οργανώνονται για μια διαμαρτυρία. Η ίδια η διαμαρτυρία λαμβάνει χώρα σε διάφορα είδη χώρων. Κατ’ αρχάς, υπάρχει η σωματική πρωτοβουλία της πληκτρολόγησης του μηνύματος (έχοντας ήδη αισθανθεί μια κοινή ανάγκη αντίδρασης σε μια συγκεκριμένη κατάσταση). Στη συνέχεια, μια σειρά από σχόλια και retweet ανοίγουν διάλογο σχετικά με την «ρύθμιση» αυτής της διαμαρτυρίας. Η οργάνωση λαμβάνει χώρα στον κυβερνοχώρο και στοχεύει σε ένα γεγονός στον υλικό κόσμο, με ανθρώπους να συγκεντρώνονται σε ιστορικά σημαίνοντες δημόσιους χώρους. Μετά τη διαμαρτυρία, εικόνες, βίντεο και τεκμήρια αυτής της δράσης αναδιανέμονται διαμέσου και εντός του ψηφιακού κόσμου, κι έτσι καθίστανται η de facto πηγή για τηλεοπτικά κανάλια, εφημερίδες και blog. Η δύναμη της Επανάστασης του Twitter δεν έγκειτο στο Twitter αυτό καθαυτό, αλλά στη σχέση ανάμεσα στα νέα μέσα ενημέρωσης και στους πολίτες που είναι έτοιμοι να αναλάβουν δράση. Μια απρόβλεπτη πτυχή ήθους πηγάζει από τον ψηφιακό κόσμο, η οποία μάλιστα είναι σε θέση να ανατροφοδοτεί την «αναλογική» καθημερινή ζωή.
Παλαιότερες ουτοπικές προτάσεις έθεταν ερωτήματα σχετικά με τον πολιτικό και κοινωνικό ρόλο της αρχιτεκτονικής. Σήμερα, γινόμαστε μάρτυρες του πολιτικού διαλόγου και της κοινωνικής συνάθροισης σε πραγματικό χρόνο, εν τη απουσία του δομημένου, εν τη αφθονία της άυλης «δικτύωσης». Η απαίτηση να εκφραστεί η επιθυμία μέσω μιας εξιδανικευμένης συνθήκης είναι πλέον δυνατό να εκπληρωθεί μέσω άυλων πλατφορμών που φιλοξενούνται στον κυβερνοχώρο. Το φανταστικό νησί (ουτοπία) του Thomas More με τη διαστρωματωμένη κοινωνική δομή αντικαθίσταται τώρα από τις εικονικές εκδοχές του: κόσμους χτισμένους από bits και bytes, εμπνευσμένους και σχεδιασμένους παράλληλα με την άνοδο της διαδικτυακής κουλτούρας. Οι πρώτες εικονικές κοινότητες βασίζονταν μόνο στο κείμενο (MUDs) και περιλάμβαναν τακτικές παιχνιδιού ρόλων μαζί με κάποια στοιχειώδη αλληλεπίδραση χρήστη-χρήστη. Οι παίκτες άρχισαν να φαντάζονται τους εαυτούς τους στο πλαίσιο εναλλακτικών τόπων και κοινοτήτων, που υπήρχαν μόλις λίγα εκατοστά μακριά τους, πίσω από την οθόνη του υπολογιστή τους. Με την ταχεία ανάπτυξη της ευρυζωνικότητας και της τεχνολογίας γραφιστικής, αυτοί οι εικονικοί κόσμοι αυξήθηκαν, από το MUD1 στο Habitat και το Wow, αποτελώντας ένα σύνηθες χαρακτηριστικό του κυβερνοχώρου, κατοικημένοι από εκατομμύρια χρήστες. Ένα από τα κορυφαία παραδείγματα «εικονικής γης» είναι το Second Life. Το δημιουργημένο από τους χρήστες περιεχόμενό του και ο τεράστιος αριθμός επιλογών που έδινε στον παίκτη-κάτοικο κατέστησαν αυτή την ηλεκτρονική πλατφόρμα έναν από τους πιο δημοφιλείς εικονικούς κόσμους της εποχής του Διαδικτύου. Ο χρήστης μπορεί να δημιουργήσει και να προσαρμόσει τη δική του γη, να ταξιδέψει μεταξύ διαφορετικών κόσμων, να περιπλανηθεί όπως και στην πραγματική ζωή, να έχει τις ίδιες συνήθειες, να αγοράζει, να καταναλώνει και να εργάζεται, αλλά ταυτόχρονα μπορεί και να πετάξει, να χτίσει ένα σπίτι με μερικά μόνο κλικ, να συναντήσει άλλα άβαταρ, να επιλέξει να εμφανίζεται ως ζώο ή βαμπίρ, να επισκέπτεται νησιά και πόλεις που δεν θα μπορούσαν ποτέ να υπάρξουν εκτός μυθοπλασίας. Αυτός ο νέος τύπος συλλογικότητας-σε-πραγματικό-χρόνο που δημιουργείται διαμορφώνει ένα διαφορετικό είδος κοινωνικότητας και επικοινωνίας, το οποίο ο Manuel Castells ορίζει ως «μαζική αυτο-επικοινωνία». Η ταυτότητα του χρήστη δομείται διαρκώς μέσα από τις ενέργειες και τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι παίκτες, μεταβάλλοντας έτσι τα αποτελέσματα, το χρονοδιάγραμμα και την ισορροπία των σχέσεων που διαμορφώνουν την κοινωνική υπόσταση του κυβερνοχώρου. Η εικονική πραγματικότητα που κυριαρχεί στην εμπειρία μας έχει ακυρώσει την έννοια του χρόνου, καθώς ζούμε στον πανταχού παρόντα κόσμο των άβατάρ μας.6 Το ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν αυτές οι εικονικές πλατφόρμες έγιναν τόσο δημοφιλείς επειδή προσεγγίζουν την ουτοπία ή επειδή μπορούν και μοιάζουν με τον πραγματικό κόσμο. Η Bel Muse, άβαταρ ενός ξανθού κοριτσιού στο Second Life, δηλώνει πως στον πραγματικό κόσμο «χρειάζεται να αποδεικνύω την αξία μου. Πρέπει να κάνω καλή εντύπωση αμέσως – πρέπει να φαίνομαι καλή και εύγλωττη από το πρώτο λεπτό. Στο Second Life δεν χρειαζόταν. Γιατί επιτέλους ήμουν αποδεκτή. Στην πραγματική ζωή δεν είμαι».7 Η έννοια της ταυτότητας που χαρακτηρίζει την εικονική ύπαρξη του χρήστη κλιμακώνεται κατά τη διάρκεια της παραμονής του σε αυτόν τον κατασκευασμένο κόσμο και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πληροφορία ή ενέργεια που επιλέγει να αποκαλύψει κάθε φορά. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά γνωρίσματα στον πυρήνα αυτών των εικονικών κόσμων είναι η υπόσχεση που δίνεται στους «κατοίκους» τους ότι μπορούν να πραγματώσουν τις περισσότερες από τις επιθυμίες των φανταστικών εντολοδόχων τους. Έτσι, καθένας βρίσκει ένα ανεμπόδιστο πεδίο για να προβάλλει τους πόθους του. Οι χρήστες αποκτούν την επιλογή να εκφράσουν μερικές από τις πιο μύχιες επιθυμίες τους, ακόμη και αν αυτές αποτελούν κάποιου είδους παρέκκλιση. Η ύπαρξη και δράση σε μια γη του κυβερνοχώρου δίνει στους παίκτες την ελευθερία να κάνουν σχεδόν οτιδήποτε μπορούν να φανταστούν. Η τιμωρία δεν επισείει τίποτα, και αυτό είναι μια πανίσχυρη ιδιαιτερότητα που αποδυναμώνει οποιοδήποτε όριο ή ηθική αναστολή και διαφοροποιεί εμβληματικά τη ζωή στον πραγματικό κόσμο από τη ζωή σε έναν εικονικό με έντονα στοιχεία μυθοπλασίας. Το να ενεργείς μέσω ενός άβαταρ αποτελεί συχνά μια απελευθερωτική μετατόπιση της διακριτότητας ενός ατόμου, αποβάλλοντας τα όρια των αυστηρών πλαισίων του πραγματικού κόσμου (όρια όπως «σωστό και λάθος» ή «αλήθεια και ψέμα»), αναδιαρθρώνοντας τη δυναμική που συνθέτει τη διαρκώς μεταβαλλόμενη ροή του κυβερνοκόσμου. Η συνύφανση της φαντασίας με τα πραγματικά δεδομένα είναι το πολύ ενδιαφέρον γεγονός που βιώνει κάποιος σε αυτούς τους τόπους, τους φτιαγμένους από το ένα και το μηδέν, η οποία θολώνει ακόμα περισσότερο τα όρια ανάμεσα στο μπροστά και στο πίσω από την οθόνη, επιτρέποντας σε ένα συγκεκριμένο είδος μυθοπλασίας να λειτουργήσει στην πραγματικότητα, διαλύοντας και επαναφέροντας το στάτους ενός χρήστη μέσω εντολών πληκτρολογίου.
6. Manuel Castells, The Rise of the Network Society – The Information Age: Economy, Society, and Culture, v. I, Wiley-Blackwell, 2nd Edition with a New Preface (17 Αυγούστου 2009), σ. 43.
7. Wagner James Au, The Making of Second Life: Notes from the New World, HarperBusiness; First Edition (26 Φεβρουαρίου 2008), σ. 46.
8. Paul Virilio, Sylvère Lotringer & Michael Taormina, “After Architecture: A Conversation,” Grey Room, 3 (Άνοιξη 2001), σ. 41.
9. Lawrence Lessig, Andrew Oram, Peer-to-Peer: Harnessing the Power of Disruptive Technologies, O'Reilly Media; 1st edition (15 Μαρτίου 2001), Προοίμιο, σ. ix.
10. Τα Usenet, Gnutella, Napster, Freenet ήταν μερικά από τα πιο αξιοσημείωτα δίκτυα που παρείχαν μια νέα οπτική στον τρόπο και το σύστημα μέσω του οποίου οι χρήστες του διαδικτύου λειτουργούσαν έως τότε, ανοίγοντας τον δρόμο σε πολλές μεταγενέστερες μαζικές επικοινωνίες, πλατφόρμες και εφαρμογές διαμοιρασμού αρχείων, που βασίζουν τη δομή και τη λειτουργία τους σε τεχνολογίες P2P, όπως τα Skype, Spotify ή Open Garden.
11. Marc Tuters, Kazys Varnelis, “Beyond Locative Media: Giving Shape to the Internet of Things,” https://networkedpublics.org/locative_media/beyond_locative_media.html (πρόσβαση 3 Μαΐου 2013).
Σε αντίθεση με άλλες -τοπίες, η ουτοπία (ου-τόπος) της Δικτοπίας κατάφερε να παρατείνει την παραμονή του «επισκέπτη» λόγω της άμεσης ικανοποίησης της επιθυμίας. Η επιβαλλόμενη συναλλαγή μεταξύ χρήστη και μηχανής, μέσω ενός πρωτοκόλλου επιλογών και λειτουργιών με πολλαπλές εναλλακτικές, επέφερε μια άνευ προηγουμένου μετάβαση από το no-where (ου-τόπος) στο now-here (εδώ-τώρα). Η πληκτρολόγηση λέξεων-κλειδιών των προσωπικών επιθυμιών του χρήστη σε μια μηχανή αναζήτησης έχει εισαγάγει μια νέα ηδονιστική εποχή. Η εύνοια της τύχης υπήρξε η πιο ηχηρή «Σειρήνα» για τη διατήρηση της εμβύθισης στον κυβερνοχώρο με μια μικρή δόση εσάνς κυβερνοφλανερί. Ο φλανέρ του 19ου αιώνα λάτρευε να περιφέρεται στην πόλη προσπαθώντας να «απολαύσει τη γαστρονομία του ματιού» στα σοκάκια της. Ο κυβερνοφλανέρ του 21ου αιώνα λάτρεψε να περιηγείται στο Geocities. Οι δρόμοι διάβηκαν τα κατώφλια ψηφιοποιημένων σπιτιών, γεμάτων από το αγαπημένο αρχειακό υλικό των εποίκων τους. Οι πόλεις οργανώθηκαν σε γειτονιές οικειότητας με κριτήριο τη θεματική συνάφεια. Η δυνατότητα να ζουμάρεις σε ένα σημείο και να απομακρύνεσαι από αυτό προσομοίωνε τις νέες χειρονομίες του ηδονοβλεψία σε αναζήτηση απόλαυσης. Αν για τον Μπένγιαμιν ο φλανέρ βοτανολογούσε στην άσφαλτο, οι κυβερνοφλανέρ «βοτανολογούσαν» στα ψηφία, αλλά η αβίαστη περιπλάνηση μέσω των κλικ δεν είχε το ίζημα της άνθησης στο πλήθος και παρέμεναν ανέγγιχτοι από αυτό. Αυτή είναι η κρίσιμη στιγμή κατά την οποία αναταράχθηκαν τα ρομαντικά προφίλ των κυβερνοφλανέρ. Οι επερχόμενες δομές διαδικτυακών πλατφορμών οργανώθηκαν με μια κοινωνία να προωθεί τη συμπεριφορά του χρήστη, δίνοντάς του ισχυρά κίνητρα να ενεργεί συλλογικά στο διαδίκτυο. Όπως σημειώνει ο Εβγκένι Μορόζοφ, «...αν το σημερινό διαδίκτυο έχει έναν Βαρόνο Οσμάν, αυτό είναι το Facebook. Όλα όσα καθιστούν εφικτή την κυβερνοφλανερί –η μοναξιά και η ατομικότητα, η ανωνυμία και η αδιαφάνεια, το μυστήριο και η αμφιθυμία, η περιέργεια και η ριψοκινδύνευση– δέχονται επίθεση από αυτή την εταιρεία. Η αιχμή της τεχνολογίας είναι ότι τα δίκτυα υπάρχουν για να παρέχουν πιο αποτελεσματικούς τρόπους να “γίνονται τα πράγματα”». Το να λειτουργείς στον κυβερνοχώρο με κάποιον συγκεκριμένο σκοπό ακυρώνει ριζικά την εγγενή αοριστία του προφίλ του φλανέρ. Οι χρήστες ασφυκτιούν μέσα σε ατελείωτες εκφάνσεις του σπιτιού και του εαυτού τους. Οι αρχικές σελίδες ιστοτόπων επαναπλαισιώνουν τον εαυτό στην εποχή της κυβερνητικής· τα συνοπτικά προφίλ χρηστών συμπιέζουν και κουτσουρεύουν τις εμπειρίες της ζωής σε τέτοια κλίμακα ώστε να «χωρούν» στις κλεφτές ματιές των περαστικών. Το σπιτικό ανακατασκευάζεται με ανέμελη θέα και αλλόκοτο εσωτερικό. Άπαξ και μπεις στο διαδίκτυο, δεν υπάρχει μέρος να κρυφτείς.
Μέσα σε αυτά τα δίκτυα υπερέκθεσης, οι διομότιμες [peer-to-peer] διαδικασίες ευνοούν την έκφραση και προώθηση πολιτικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων. Το διαδίκτυο δεν είναι απλώς ένας εικονικός χώρος, ή ένας χώρος ευχαρίστησης, αλλά ένας τόπος δράσης.8 Το γεγονός ότι αποτελείται από μία από τις παλαιότερες αρχιτεκτονικές στον κόσμο, της διομότιμης τεχνολογίας (το διαδίκτυο εφευρέθηκε τη δεκαετία του 1960 ως ένα διομότιμο σύστημα), έχει επιφέρει ένα είδος επανόρθωσης, αποκαθιστώντας το διαδίκτυο στο αρχικό του όραμα, σύμφωνα με το οποίο καθένας δημιουργεί και καταναλώνει.9 Τα αποκεντρωμένα συστήματα και υποδομές διανομής επέτρεψαν την εκτεταμένη αποθήκευση και ανταλλαγή αρχείων και πληροφοριών.10 Σε συνδυασμό με την ολοένα εξελισσόμενη κινητή δικτύωση, οι πρακτικές αυτές καθιερώνουν τα τελευταία χρόνια ένα διαφορετικό είδος αιωρούμενου ιστού αόρατης επικοινωνίας και μετάδοσης, διαταράσσοντας και ταυτόχρονα επανεπινοώντας την ισορροπία ανάμεσα στο φυσικό και το ψηφιακό πεδίο, ανάμεσα στην πόλη και τον κυβερνοχώρο, αλλά και τον χρονισμό και τις χωρικές συνθήκες που διέπουν τις διαπροσωπικές σχέσεις. Η κινητή και ασύρματη επικοινωνία αναμορφώνει τις συνθήκες υπό τις οποίες βιώνουμε και αντιλαμβανόμαστε το αστικό πλαίσιο. Τεχνολογίες παρακολούθησης, GPS, ένας τεράστιος αριθμός εφαρμογών, η ανταλλαγή άμεσων μηνυμάτων, μια συνεχής ροή ειδήσεων, είναι μόνο λίγες από τις παροχές που χαρακτηρίζουν την καθημερινή ζωή του αστού και δίνουν τη δυνατότητα να συμβούν άμεσες και ad hoc καταστάσεις, επιβάλλοντας έτσι ένα εναλλακτικό είδος συγχρονικότητας, καταργώντας την έννοια των αυστηρών τοπικών ορίων και εισάγοντας ένα είδος γεωγραφικής παντοπικοποίησης [glocalization]. Η οριζόντια δικτύωση, ως αποτέλεσμα αυτών των τεχνολογικών καινοτομιών, επεκτείνεται ολοένα και περισσότερο, και καθιερώνεται στην καρδιά του σύγχρονου πλέγματος διασύνδεσης, επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη του εαυτού και της κοινότητας μέσω των διαδικτυακών της συνδέσεων. Αυτή η οριζόντια πρόσβαση υπερβαίνει τα όρια κάθετων τοποθεσιών και περιορισμών. Η χαρτογράφηση, ακολουθούμενη από την πράξη και τις πρακτικές του dérive και détournement, συμβαίνει κυρίως μέσω των κινητών τηλεφώνων μας αντί μέσω περιπλάνησης στο αστικό έδαφος, μέσω συγκεκριμένων εφαρμογών όπου κάποιος μπορεί να εντοπίσει, χαρακτηρίσει ή προσθέσει δεδομένα και πληροφορίες σε έναν τόπο, ενσωματώνοντας έτσι, μέσω του μηχανισμού ανίχνευσης, την κοινωνική γνώση στο τοπίο της πόλης ώστε να μπορούν να την ανακτήσουν αργότερα άλλοι.11 Η κινητή δικτύωση επαναπλαισιώνει και επαναπροσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν με την πόλη, τα αντικείμενα και, κατ’ επέκταση, τη δημόσια σφαίρα. Το να έχεις ένα έξυπνο κινητό [smartphone], ακόμα και αν βρίσκεσαι εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι σου, δημιουργεί αυτόματα μια πολύ ισχυρή σύνδεση με το περιβάλλον σου. Είναι ένας επιπλέον κόμβος που προστίθεται στο τεράστιο πεδίο κόμβων, επαναπροσδιορίζοντας τη θέση του ατόμου μέσα στον ωκεανό των δικτυωμένων κοινών.
Στην πρόσφατη δεκαετία του 2000, η εμβύθιση στον κυβερνοχώρο προϋπέθετε ακινησία στον φυσικό κόσμο. Σήμερα, τα εξελισσόμενα τεχνολογικά επιτεύγματα κατάφεραν να φτάσουν σε δυσπρόσιτες περιοχές μέσω της εγκατάστασης ενισχυμένων ευρυζωνικών δικτύων. Ταυτόχρονα, οι δυνατότητες των υπολογιστών ενσωματώθηκαν στα κινητά τηλέφωνα και αντιμετωπίστηκε η πρόκληση της σμίκρυνσης. Ως εκ τούτου, η ανθρώπινη ανατομία γίνεται ολοένα και πιο δεκτική σε νέες συσκευές που τροποποιούνται κατάλληλα ώστε να προσαρμόζονται καλύτερα στα μέρη του σώματός μας και σχεδιάζονται έτσι ώστε να ελαχιστοποιούνται οι περιττές χειρονομίες και κινήσεις, συντελώντας στη σταδιακή κατασκευή ενός διαρκώς συνδεμένου ατόμου που συμμετέχει στο ευρύτερο δίκτυο μιας αδιάκοπης ασύρματης ψηφιακής κοινότητας. Η κατάκτηση της ταχύτητας και της ευρείας προσβασιμότητας επηρεάζει έντονα τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το περιβάλλον της πόλης. Η συνεχής ροή πληροφοριών και δεδομένων θα χαρακτηρίζεται από μια υπερτοπική συνθήκη· η νέα επικράτεια δεν στοχεύει πλέον στο έδαφος, αλλά διασκορπίζεται μέσω της «αόρατης» υποδομής στην οποία το ανθρώπινο σώμα καθίσταται αναπόσπαστο τμήμα του wetware της δικτύωσης. Δραστηριότητες που παραδοσιακά φιλοξενούνταν και επιτελούνταν αποκλειστικά στον φυσικό αστικό χώρο επανεδαφικοποιούνται τώρα στο σώμα των ρομποτανθρώπων [cyborg], επανακαθορίζοντας έτσι τους κανόνες που διέπουν τη σχέση και ισορροπία ανάμεσα στον χρήστη και το αστικό έδαφος. Η πόλη γίνεται ο τόπος όπου το ανθρώπινο σώμα μεταβαίνει ανάμεσα στις παραμονές του στον ψηφιακό κόσμο, και αποκτά τα χαρακτηριστικά «ερειπίου» –στη σπανιότητα του οποίου έγκειται η νοσταλγική του αξία– αφού το σώμα του σάιμποργκ δεν εξαρτάται πλέον από αυτόν, αλλά σχετίζεται περισσότερο με το συνεχώς διευρυνόμενο ενδημούν δίκτυο. Η επιστροφή του σάιμποργκ-περιπατητή στην πόλη θα μπορούσε μάλιστα στο μέλλον να αποτελεί μια εμπειρία για να πάρει κανείς μια γεύση του αναλογικού παρελθόντος μας. Μολονότι ο κυβερνοχώρος έχει ξεπεράσει κάθε προσπάθεια προσομοίωσης και συμπύκνωσης της εμπειρίας του κόσμου, έχει ενισχύσει την αίσθηση της καθημερινής ζωής και έχει επανεφεύρει το modus operandi των κοινοτήτων, δεν παύει να είναι ένας κόσμος που καταρρέει μέσα στα δευτερόλεπτα που παίρνει να πατήσεις ένα κουμπί απενεργοποίησης. Το απίθανο σενάριο μιας διακοπής ρεύματος θα αποκαλύπτει πάντα την εν αναμονή πιθανότητα πλήρους επανεκκίνησης σε μια πρωτόγονη ζωή.
Felicity D. Scott, Architecture or Techno-Utopia: Politics After Modernism, The MIT Press; Reprint edition (26 Φεβρουαρίου 2010), σ. 142.
William J. Mitchell, Me++: The Cyborg Self and the Networked City, The MIT Press (2 Οκτωβρίου 2003), σ. 35.
Paul Virilio, The Lost Dimension, Semiotext(e) 1991, σ. 17.
Don Tapscott, Anthony D. Williams, Wikinomics: How Mass Collaboration Changes Everything, Portfolio Trade; Expanded edition (28 Σεπτεμβρίου 2010), σ. 151.
«Buckminster Fuller», Βικιπαίδεια, http://en.wikipedia.org/wiki/ Buckminster_Fuller (πρόσβαση 17 Μαρτίου 2013).