
● Αρχιτεκτονική, Δοκίμιο 2014
Μεταξύ Γραμμών και Βλεμάτων
“Αντίθετα με το θέαμα, που προϋποθέτει την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου βλέμματος που παρατηρεί, η έννοια του τοπίου αναδύεται μέσα από τις γεωγραφικές καταβολές του ως μια απρόσωπη φύση που απομακρύνεται εξ’ ολοκλήρου από την υποκειμενικότητα. Η ουδέτερη σεξουαλικότητα της πλαστικής εμπειρίας μπορεί να περιγραφεί ως μετάθεση του συναισθήματος σε ένα γεωτυπικό συγκείμενο. Δεν είναι πλέον ο άνθρωπος που συναισθάνεται το τοπίο, γιατί τώρα είναι ο ίδιος κομμάτι του”.
Mario Perniola1
Ο πρωτόγονος άνθρωπος, όπως μας συστήνεται μέσα από το βλέμμα του Marc-Antoine Laugier, βρίσκεται μόνος μέσα σε μια καλύβα φτιαγμένη από ξύλινα κλαδιά – σε ασφαλές καταφύγιο να παρατηρεί τη βίαιη φύση. Μετά την κατάληψη των σπηλαίων, έχοντας αφήσει αποτυπώματα αίματος ως υπογραφές μιας άτυπης ιδιοκτησίας, συνέχισε να σχεδιάζει την επεκτατική στρατηγική του προς την άναρχη φύση, θεμελιώνοντας τη χωρική κυριαρχία του με περίτεχνους χειρισμούς που ενσωματώνουν την επιθυμία στο σχηματισμό των καταλυμάτων του. Ο μοντερνισμός ωθεί τη σκέψη του Laugier προς νέες ηθικές και αρχές εξυψώνοντας τη λειτουργικότητα, που την ακολούθησαν τα βιομηχανικά επιτεύγματα, καθώς επαναστοχάζεται τη διαφυγή από τη «σκόνη» του πολιτισμού. Ταυτόχρονα, μια πλούσια, εξωτική φύση παρουσιάζεται πληθωρικά μέσα από τους «παλλόμενους» πίνακες των Gaugin και Rousseau. Παράλληλα, ο εξωτισμός πρωταγωνιστεί ως το πιο δημοφιλές θέαμα στο Champs-Elysées, με κορυφαία περφόρμανς τη μεθυστική ελεγεία της Josephine Baker. Παγιδευμένοι στον ιστό της Josephine Baker, ο Le Corbusier ως υποσχόμενος μνηστήρας και ο Adolf Loos ως γοητευμένος θαυμαστής γίνονται αφετηρία
μιας περιπλάνησης που αναλύει τις αρχιτεκτονικές προεκτάσεις αυτού του ιδιαίτερου menage à trois, προκειμένου να ξανασκεφτεί κανείς έννοιες όπως η φύση, η καλύβα, το όριο και η κυριαρχία.
I.Ο Le Corbusier, η Josephine Baker και άλλες περιπτώσεις κατάληψης
Η ρομαντική ιστορία μεταξύ του Le Corbusier και της Josephine Baker καταγράφηκε σε εξομολογητικές επιστολές του Corbu προς τη μητέρα του, σε διασωθείσες καρτ ποστάλ, σε φωτογραφικά αρχεία κοινών τους εμφανίσεων σε θεάματα και δείπνα, καθώς και σε μια δεκαήμερη κρουαζιέρα, ωστόσο μια σειρά σχεδίων που απεικονίζουν τη Josephine Baker προδίδει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Le Corbusier για εκείνη.2
Πριν όμως ξεκινήσουμε τη διερεύνηση αυτής της σχέσης, μπορούμε να σταματήσουμε και να επανεξετάσουμε τη χειρωνακτική συνήθεια του Le Corbusier να σχεδιάζει. Τα σχέδια του Le Corbusier ξεδιπλώνουν επεισόδια καταληπτικών προθέσεων και ως ένα βαθμό αυτά τα σχέδια αναπτύσσονται ως σκαριφήματα αρχιτεκτονικής σημασίας. Τέτοια είναι η περίπτωση του Cabanon, η δική του μοντέρνα εκδοχή πρωτόγονης καλύβας που εγκαταστάθηκε στο Cap-Martin ως ένας άλλος μηχανισμός ελέγχου.
Στο βιβλίο του Creation is a Patient Search o Le Corbusier καταθέτει πως όταν η εντύπωση έχει καταγραφεί από το μολύβι, απομνημονεύεται για τα καλά – έχοντας εισέλθει, έχοντας καταχωρισθεί, έχοντας καταγραφεί.3 Το σχέδιο για εκείνον είναι μια διαδικασία κατανόησης, διαμέσου της γνώσης αυτής διεισδύει και καταλαμβάνει την εντύπωση, το αντικείμενο, την εμπειρία. Θα μπορούσαμε σχεδόν να «ισχυριστούμε» πως τα όρια της δικής του κοσμογονίας εγγράφονται στα αποτυπώματα της μύτης του μολυβιού του. Η συνήθεια του Le Corbusier να σχεδιάζει του επιτρέπει να επιτηρεί τα γεγονότα, να τα συλλαμβάνει στην πληρότητά τους και, τέλος, να τα μεταφέρει στο χαρτί́ ως γεγονότα που έχει ζήσει, που έχει συλλάβει και κατακτήσει. Ξαναβλέποντας τις διάφορες εκδοχές του αγαπημένου του θέματος, τα αλγερινά κορίτσια,4 περασμένα ξανά και ξανά από χαρτί σχεδίου, μπορεί κανείς να διακρίνει την επιμονή του Le Corbusier για την κατάκτηση του θέματός του, καθώς κάθε πέρασμα πάνω από την εκάστοτε γραμμή κάνει το σώμα δικό του. Η σχεδιαστική διαδικασία επαναφέρει στη ζωή τη βιωμένη εμπειρία, παρατείνοντας ένα αέναο ηδονιστικό συνεχές.
Το Cabanon, μια μηχανή κατοίκησης αναδυόμενη μέσα από τα σχέδια του Le Corbusier, ανταποκρίνεται στα γενικά χαρακτηριστικά της πρωτόγονης καλύβας, η παρουσία της οποίας στοιχειώνει τη φύση ως το άλλο της αρχιτεκτονικής. Παράλληλα, η λειτουργία του ως εξοχικής κατοικίας επιτρέπει την απόδραση από τη μητροπολιτική πραγματικότητα, ωθώντας τον κάτοικο σε έναν υπαίθριο βίο.5 Παρόλο που αυτή η τελετουργία αναγέννησης εξαλείφει τα δεινά της αστικής ζωής, θα μπορούσαμε να βρούμε τον πραγματικό λόγο ύπαρξης του Cabanon στο ίδιο του το περιβάλλον, την κατοικία της Eileen Gray E1027. Οι ξύλινοι τοίχοι του Cabanon προφυλάσσουν το άγρυπνο βλέμμα του Le Corbusier, που παρακολουθεί την καθημερινή ζωή στο Ε1027. Τα ανοίγματα της καλύβας αυτής καδράρουν το έξω, συντάσσουν το τοπίο σε έναν κατακόρυφο άξονα που τέμνεται από έναν ορίζοντα, δηλαδή την περιοχή της Gray. Το αποτύπωμα της καλύβας εφάπτεται στα όρια της γειτονικής ιδιοκτησίας και ακυρώνει τον αρχικό στόχο της Gray, που δεν ήταν άλλος από το να κατοικεί σε έναν τόπο ο οποίος δεν είναι εύκολα προσβάσιμος, φυσικά ή διά του βλέμματος.6 Το σώμα της Eileen Gray –ως τόπος, «αύρα», γραμμές– βρίσκεται συνεχώς υπό την επιτήρηση του Le Corbusier. Οι ξύλινοι τοίχοι της καλύβας γίνονται η ισχνή αντίσταση του Le Corbusier έναντι της «παράδοσής» του στην Eileen Gray. Οι καθημερινοί περίπατοι του Le Corbusier στην ακτογραμμή του Cap-Martin, τα ανεξάντλητα σχέδιά του, τα κείμενα και οι επιστολές, είναι αμελητέες κατακτήσεις της ζωής της Gray. Η επιμονή της επιτήρησης του Le Corbusier δίνει έμφαση στην αναγνώριση της Gray ως της δικής του φύσης, της μοναδικής φύσης στην οποία προσπαθεί να κυριαρχήσει μέσα από την καλύβα του. Ωστόσο, το Ε1027 δεν μπορεί να γίνει για αυτόν ένα ελεγχόμενο πεδίο, όσο η Gray είναι παρούσα. Όταν η Gray το εγκαταλείπει, ο Le Corbusier καλύπτει τη θέση της στην καθημερινή ζωή που εκτυλίσσεται εντός του Ε1027 και ανταλλάσσει με τον Badovici επιστολές που στόχο έχουν να διαγράψουν, να συγκαλύψουν τα ίχνη που προδίδουν τη σχέση της Gray με το Ε1027. Τέλος, ως άλλος άνθρωπος των σπηλαίων, ο Le Corbusier υπογράφει το Ε1027 με τις διάσημες τοιχογραφίες του. Ο Le Corbusier στέκεται γυμνός στο φακό που τον απαθανατίζει μπροστά από τα ολοκληρωμένα έργα και υποδεικνύει έτσι τη διάσημη κατοικία ως δική του, καταδικάζοντας σε σιωπή όλα όσα περιέγραφαν την Gray. Η φιγούρα του Le Corbusier συλλαμβάνεται μόνη και ασφαλής στο Cabanon, να επιτηρεί την εξημερωμένη πλέον φύση της Gray.
ΙΙ. Ο Le Corbusier, η Josephine Baker και το κυνήγι της διαφεύγουσας παρουσίας
Η κατοικία της Josephine Baker που σχεδιάστηκε από τον Adolf Loos, ένα σύγχρονο παράδειγμα maison de plaisirs (οίκος των απολαύσεων), λειτουργεί ως καταφύγιο για δύο αλληλένδετες φύσεις. Ο Adolf Loos συντονίζει μια αρχιτεκτονική πρόταση που ισορροπεί μεταξύ της διαφύλαξης ενός μυστικού, αλλά ταυτόχρονα υπαινίσσεται την αποπλάνηση της Baker από τον Loos έναντι του Le Corbusier.
Η «μακιγιαρισμένη» όψη της κατοικίας με τις μαύρες οριζόντιες γραμμές αποτέλεσε το απόλυτο καμουφλάζ για τη συγκάλυψη όλων όσων συνέβαιναν στην κρεβατοκάμαρα. Η κατοικία είναι εσωστρεφής, γυρίζοντας την πλάτη της στην πόλη, ξεχνώντας τους κανόνες ενός αστικού βίου. Ο επισκέπτης αντιμετωπίζει ένα εσωτερικό και το βλέμμα του αδυνατεί να διαπεράσει το παράθυρο και όσα συμβαίνουν έξω από αυτό. Το βλέμμα οδηγείται στο εσωτερικό της κατοικίας, προσανατολίζεται στο ζωντανό θέμα που την κατοικεί, τη Josephine Baker στην καθημερινή της ζωή.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η κατοικία θεμελιώνει τη διαφυγή από έναν παραδοσιακό, οικογενειακό τρόπο ζωής – οι συνουσίες δίχως αναπαραγωγή στο εσωτερικό της κατοικίας υπαγορεύονται από ένα πολυεπίπεδο παιχνίδι βλεμμάτων.7 Η περιήγηση εντός της κατοικίας τροφοδοτείται από την υπόσχεση του να συναντήσει κανείς την Baker γυμνή. Ο επισκέπτης εξαντλείται στην αναμονή της Josephine, όσο η ίδια κατεβαίνει τις σκάλες ή κολυμπάει στην πισίνα.8 Ο επισκέπτης, καθώς κινείται στο εσωτερικό της κατοικίας, συνειδητοποιεί κάθε στιγμή την παρουσία της Baker, μέσα από τις επικαλυπτόμενες σκιές της σιλουέτας της ή τις θολές αντανακλάσεις που ταράζουν τα νερά της πισίνας.
Με ερευνητικό βλέμμα ο επισκέπτης βυθίζεται στον πυρήνα του σπιτιού, χωρίς να γνωρίζει αν παρακολουθείται με παρόμοιο τρόπο. Όλες οι πιθανές ηδονοβλεπτικές κλειδαριές δημιουργούν ένα ασταθές έδαφος για τους «χαρακτήρες» – το ενδεχόμενο της αντιστροφής των ρόλων μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου παρακολούθησης υποβάλλει το κέλυφος της κατοικίας σε μια διαρκώς υπό διαμόρφωση κατάσταση.
Η κατοικία της Josephine Baker είναι ένα πεδίο μάχης του οποίου η διαθετικότητα ορίζεται από τη γραμμή μεταξύ θύματος και θύτη. Οι κανόνες επιβίωσης που διέταξε η φύση επανεδαφικοποιούνται εντός της κατοικίας, του καταφυγίου, με αποτέλεσμα η αναζήτηση της ασφάλειας να αφορά άλλους τόπους.
Ο βίαιος χαρακτήρας της «φύσης» αυτής χαράσσεται στην όψη της κατοικίας Baker, με έντονες, μαύρες οριζόντιες γραμμές, σαν ένα τατουάζ άλλης κλίμακας. Ο Adolf Loos ενδίδει σε μια διακοσμητική αμαρτία με αντάλλαγμα τη δημόσια «εξομολόγηση» της επιθυμίας του για τη Josephine Baker. Ο Loos όμως δεν σταμάτησε εκεί, συνέχισε να παραθέτει παραπλανητικά απομνημονεύματα για τη σχέση του με τη Josephine Baker με επιμονή, ώστε στη δημόσια σφαίρα να μπορέσει να καταστήσει την Baker δική του. Loos και Le Corbusier μοιάζουν να προτιμούν πρωτόγονους τρόπους για να σημάνουν κάτι ως δικό τους – μάλιστα μεταχειρίζονται τις φήμες με ιδιαίτερη αξία όταν διακυβεύεται η πιθανότητα μιας κατάκτησης.
ΙΙΙ. Αφανείς διάλογοι
Αφήνοντας πίσω αυτό το παιχνίδι των μισόκλειστων θυρών, οι Adolf Loos και Le Corbusier έχουν εγκαινιάσει έναν αρχιτεκτονικό –και όχι μόνο– διάλογο. Συναντιούνται στην έκδοση L’art décoratif d’aujourd’hui, η οποία σχετίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό με το έργο του Loos και ο Le Corbusier είναι ο κύριος συμμετέχων. Και οι δύο υποστηρίζουν δυνατά τις απόψεις τους για την τέχνη και την αρχιτεκτονική, χρησιμοποιώντας παρόμοιες μεθόδους για να γνωστοποιήσουν τις αρχές τους. Όταν ο Le Corbusier συνεργάζεται με το περιοδικό L’Esprit Nouveau συμμετέχοντας με άρθρα και εικονογραφήσεις, ο Adolf Loos μάς παρουσιάζει το Das Andere.9 Συγκρίνοντας τις κατοικίες Moller και Planeix ή τη βίλα Stein και την κατοικία του Tzara μπορούμε να δούμε αρκετές ομοιότητες στον τρόπο που αυτές δομούνται ή ακόμη μπορούμε να μιλήσουμε για κοινά στοιχεία που οι ίδιοι μοιράζονται, όπως το επίπεδο δώμα. Οι μεταξύ τους διαφορές σχετικά με την υλικότητα και τις αναπαραστάσεις, τον τρόπο κατασκευής, το βλέμμα και τις θεάσεις είναι μερικά από τα στοιχεία που κληροδοτήθηκαν σε επόμενες γενιές. Έτσι, η εμπλοκή των δύο με τη Josephine Baker μοιάζει να είναι περισσότερο ένα ακόμη κεφάλαιο της μεταξύ τους αναμέτρησης – μια ερωτική ενόρμηση για την εξωτική περσόνα που περισπά το ενδιαφέρον μας από τον πραγματικό «πόλεμο».
Στο παράδειγμα του πρωτόγονου, η φύση είναι το βασικό πεδίο επιτήρησης. Η αρχιτεκτονική στην πιο αδρή μορφή της εγγυάται την κυριαρχία του ανθρώπου επί της φύσης. Η καλύβα γίνεται η βάση της αποικιακής στρατηγικής του, το βλέμμα του σαρώνει το έξω ως κάτι δικό του. Ο πρωτόγονος άντρας κατακυριεύεται από την επιθυμία του. Ο Le Corbusier χρησιμοποιεί το Cabanon με ανάλογο τρόπο. Οργανώνει τις επιθέσεις του κατά την απουσία της Gray, κατακτώντας ακόμη μεγαλύτερο έδαφος τη στιγμή που η ίδια είναι πιο αδύναμη. Ο Adolf Loos παραδίδει μια σχεδιασμένη αφήγηση, όπου ο ηδονοβλεψίας απολαμβάνει από απόσταση τη Josephine Baker στις πιο αδύναμες καθημερινές στιγμές της. Κρατώντας αυτό το πινγκ πονγκ μεταξύ των δύο αρχιτεκτόνων, με το βλέμμα να πρωταγωνιστεί στις στρατηγικές κατάκτησης που επινοούν, μπορούμε να ξανασκεφτούμε την πρωτόγονη καλύβα και τη φύση αντιστοιχώντας σε αυτό το δίπολο τους ίδιους. Οι διενέξεις τους, οι αναμετρήσεις, οι εμμονές, η στενή παρακολούθηση του έργου τους και της εξέλιξης από την πλευρά του καθενός, η αναγνώριση του ενός ως άξιου αντιπάλου, δείχνουν πως η εξέλιξη του ενός δεν θα ήταν εφικτή χωρίς την ύπαρξη του άλλου. Ο Loos γίνεται η άναρχη φύση του Le Corbusier και ο Le Corbusier με τη σειρά του γίνεται το απρόβλεπτο άλλο. Οι σύγχρονες καλύβες των Loos και Le Corbusier γίνονται μνημεία της επιθυμίας τους για επικράτηση. Η ίδια η λέξη επιθυμία αποκαλύπτει τον συγκρουσιακό χαρακτήρα της, καθώς σχετίζεται με το θυμό αλλά και με τη θύμηση, τη μνημόνευση κάποιου. Αυτοί οι δύο αρχιτέκτονες, που επιθυμούσαν την επικράτηση του ενός έναντι του άλλου, δεν μπορούσαν να αποφύγουν τη σύγκρουση στον μεταξύ τους διάλογο, ούτε να παραλείψουν τακτικές μετάθεσης και αντικατάστασης μιας μνήμης. Οι σύγχρονες καλύβες δεν καταφέρνουν να λειτουργήσουν ως καταφύγια ενός χαοτικού πολιτισμού, αλλά επαναφέρουν τη βιαιότητα της φύσης στον οίκο, στον ίδιο τον εαυτό.
1. Mario Perniola, «Plastic Landscapes», The Sex Appeal of the Inorganic, Continuum, New York, 2000, !. 89.
2. Nicholas Fox Weber, «Le Cor- busier: A Life», !"# Unfinished Modernisations: between Utopia and Pragmatism, The Josef and Anni Albers Foundation, Ljubljana, 2012, retrieved 11 August 2013, <http:// videolectures.net/unfinishedmod- ernisations2012_fox_weber_cor- busier/>
3. Le Corbusier, Creation is a Patient Search, Frederick Praeger, New York, 1960, !. 203.
4. Η Josephine Baker θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένα παράδειγμα αλγερινού εξωτικού ερωτισμού που εγείρει το ενδιαφέρον του Le Corbusier.
5. Sylvia Lavin, «Colomina’s Web: Reply to Beatriz Colomina», σε Diana Agrest, Patricia Conway και Leslie Kanes Weisman (επιμ.), The Sex of Architecture, Harry M. Abrams, New York, 1996, σ. 184.
6. Beatriz Colomina, «Battle Lines: E.1027», !) Francesca Hughes, The Architect: Reconstructing her Practice (επιμ.), MIT Press, Massachousets, 1998, σ. 9.
7. Beatriz Colomina, «The Split Wall: Domestic Voyerism», σε Beatriz Colomina και Jennifer Bloomer (επιμ.), Sexuality and Space, Princeton Architectural Press, New York, 1992, σ. 36.
8. Farès El-Dahdah $5 Stephen Atkinson, «The Josephine Baker House: For Loos’s Pleasure», Assemblage Journal, 26, 1995, σ. 72.
9. Stanislaus von Moos $5 Margaret Sobiesky, «Le Corbusier and Loos», Assemblage Journal,. 4, 1987, σ. 30.